- πέρδιξ
- πέρδιξ, Cret. [full] πήριξ Hsch., ῑκος S.Fr.323, Nicopho 18, ῐκος Archil. 106, Epich.84, ὁ and ἡ :—A partridge, Ar.Av.767; οἱ ὄρτυγες καὶ οἱ π. X.Mem.2.1.4; σκοπέλων μετανάστρια π. AP7.204 (Agath.): prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp', Ar.Fr.523.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.